- υπερτασικός
- υπερτατικός, ή , ό[ν] гипертонический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερτασικός — ή, ό, Ν [υπέρταση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπέρταση 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από αρτηριακή υπέρταση … Dictionary of Greek
υπερτασικός — ή, ό αυτός που πάσχει από αρτηριακή υπέρταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερτατικός — ή, ό, Ν 1. υπερτασικός 2. αυτός που προκαλεί υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τατικός (< τατός < συνεσταλμένη βαθμίδα τᾰ τού τείνω, πρβλ. τάσις)] … Dictionary of Greek